ζουφιάζω

ζουφιάζω
ζουφιάζω και ζοφιάζω ζούφιασα, ζουφιασμένος, κουφιάζω: Ζούφιασαν τ’ αμύγδαλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζουφιάζω — και ζοφιάζω [ζούφιος] γίνομαι ζούφιος …   Dictionary of Greek

  • ζούφιασμα — το [ζουφιάζω] το αποτέλεσμα τού ζουφιάζω, ζουφάδα, ατροφικότητα, ισχνότητα …   Dictionary of Greek

  • ζοφιάζω — βλ. ζουφιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”